- διαστρατεύομαι
- διαστρατεύομαι (Α)1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενοςο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαστρατευσαμένοις — διαστρατεύομαι serve through one s campaigns aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)